Ο Ντιέγκο Ρομάνο μιλά στο SDNA για το σπουδαίο ρεκόρ του και αποκαλύπτει ιστορίες από το παρελθόν!
Ο Ντιέγκο Ρομάνο, έγραψε ιστορία καθώς αγωνίστηκε ως βασικός στο παιχνίδι του Άρη Βούλας με τον Ναυπακτιακό Αστέρα για το Κύπελλο Ελλάδας και έγινε έτσι ο γηραιότερος ξένος ποδοσφαιριστής που παίρνει μέρος στη διοργάνωση, σε ηλικία 42 ετών, 6 μηνών και 25 ημερών!
Ο Αργεντινός μέσος βρίσκεται στην Ελλάδα από το 2008, έχοντας αγωνιστεί σε Εργοτέλη, Ηρακλή, Απόλλωνα Σμύρνης και Εθνικό Πειραιώς, ενώ από το 2019 φοράει τη φανέλα του Άρη Βούλας.
Ο πολύπειρος ποδοσφαιριστής άνοιξε την καρδιά του στο SDNA κάνοντας ένα flash back στην καριέρα του. Από την U-17 της Αργεντινής με συμπαίκτες Γκαλέτι, Μιλίτο, Μάξι Ροντρίγκες, Κοστάνσο, στην εξαετία στον Εργοτέλη, τις προτάσεις από ΠΑΟΚ, Ολυμπιακό, τον σεβασμό που εισπράττει στην Ελλάδα εδώ και 14 χρόνια, το περίφημο σκηνικό όπου προσποιούνταν πως έπινε τον καφέ που του πέταξαν σε ματς στη Λάρισα, τις προτάσεις από ΠΑΟΚ και Ολυμπιακό αλλά και τον Θεό Μαραντόνα!
-Ντιέγκο γνώριζες πριν από την αναμέτρηση με τον Ναυπακτιακό πως γράφεις ιστορία, όντας ο γηραιότερος ποδοσφαιριστής στην ιστορία της διοργάνωσης;
«Μετά το τέλος του αγώνα έμαθα πως είμαι ο μεγαλύτερος σε ηλικία ποδοσφαιριστής που αγωνίστηκε σε ματς ελληνικού Κυπέλλου. Δέχθηκα πολλά τηλεφωνήματα όπου όλοι μου μιλούσαν γι’ αυτό.
Όταν ήμουν μικρότερος δεν έδινα σημασία σε τέτοια πράγματα, αλλά τώρα καταλαβαίνω πόσο ωραίο είναι αυτό το συναίσθημα, να νιώθεις τον σεβασμό του κόσμου. Άλλωστε σιγά-σιγά ολοκληρώνεται το ταξίδι μου στο ποδόσφαιρο. Νιώθω μετά από τόσα χρόνια πως τελικά κάτι έκανα.
Από την μία βέβαια στενοχωριέμαι που φτάνω στο φινάλε της καριέρας μου γιατί αγαπώ πολύ το ποδόσφαιρο και δεν ξέρω αν θα είμαι ποτέ έτοιμος να το παραδεχθώ πως δεν μπορώ να αγωνιστώ άλλο, αλλά από την άλλη νιώθω ικανοποίηση καθώς όλα αυτά τα χρόνια ο κόσμος στην Ελλάδα με σέβεται σαν άνθρωπο και σαν ποδοσφαιριστή, κάτι που θα κρατήσω για όλη την ζωή μου και νομίζω είναι και το καλύτερο».
– Πέρα από τους τίτλους και τις διακρίσεις, ο σεβασμός φαντάζομαι είναι κάτι που δεν ανταλλάσσεται με τίποτα για έναν ποδοσφαιριστή έτσι;
«Στο ποδόσφαιρο αυτό μένει, ο σεβασμός και η αναγνώριση. Πάντα το πίστευα και το λέω και στον γιο μου που παίζει ποδόσφαιρο και προσπαθεί να κάνει πραγματικότητα τα όνειρα του, πως οι φιλίες που κάνεις από το ποδόσφαιρο είναι αυτό που μένει. Όσο καλά και αν παίξεις, αυτό που θα μετρήσει είναι να κερδίσεις τον σεβασμό του κόσμου.
Προσωπικά το κατάφερα αυτό και θα πρέπει να ευχαριστήσω τους Έλληνες που με στήριξαν. Όπου και αν πήγαινα με σέβονταν. Η Ελλάδα άνοιξε σε μένα και την οικογένεια μου τις πόρτες της. Νιώθω σαν Έλληνας και γι’ αυτό αποφασίσαμε να μείνουμε στην Ελλάδα, αφού αγαπάμε την χώρα».
– Περίμενες πως στα 42 σου θα συνέχιζες το ποδόσφαιρο;
«Είμαι τυχερός, αγαπώ αυτό που κάνω και προσέχω πολύ τον εαυτό μου. Ποτέ δεν θα χαλούσα το όνομα μου. Εάν έβλεπα πως δεν μπορώ να αγωνιστώ θα σταματούσα. Θέλω να σέβομαι την ομάδα, τους συμπαίκτες μου, τον προπονητή.
Το μυαλό μου λειτουργεί σαν να είμαι ακόμα επαγγελματίας ποδοσφαιριστής και για αυτό δεν έχω προβλήματα. Το επίπεδο είναι πολύ καλό. Στόχος μου ήταν στην αρχή να ευχαριστηθώ το ποδόσφαιρο, αλλά αντιλήφθηκα πως η ομάδα έχει στόχους και πως πρέπει να βρίσκομαι εκεί κάθε μέρα για να μπορώ να βοηθήσω».
– Σκέφτεσαι πως πλησιάζει το πλήρωμα του χρόνου; Υπάρχει περίπτωση να σε δούμε να συνεχίζεις και μετά το καλοκαίρι;
«Βλέποντας και κάνοντας. Κάθε χρόνο είναι πιο δύσκολα για μένα. Καταλαβαίνω πως το κορμί μου δεν είναι όπως πρέπει. Η ποιότητα και η ένταση δεν είναι ίδια και κάποιες φορές δεν θέλω να το παραδεχθώ.
Αν και βλέπω πως σιγά-σιγά ολοκληρώνεται η πορεία μου ως ποδοσφαιριστής, στιγμές όπως η σημερινή (25/9) μου δίνουν ενέργεια και δύναμη για να συνεχίσω. Ένα παιδί που είχαμε παίξει αντίπαλοι με ευχαριστούσε για το γεγονός πως πάντα προσπαθώ να το βοηθήσω και απαντώ στα μηνύματα που μου στέλνει κάνοντας τον να παλέψει για το όνειρο του.
Όλα αυτά με κάνουν περήφανο. Ένα άλλο παιδί μου έλεγε πως είναι τιμή να αγωνίζεται ως αντίπαλος μου. Αυτά είναι που με κρατούν στο ποδόσφαιρο. Νιώθω περήφανος και προσπαθώ να βοηθήσω όλα τα παιδιά να φτάσουν εκεί που ονειρεύονται.
Είναι δύσκολο να φτάσεις ψηλά. Το ζω και με τον γιο μου που είναι 16 ετών και με όλα τα νέα παιδιά που μιλάω. Πρέπει όμως να μην τα παρατήσουν. Να παλέψουν και να δουλέψουν σκληρά. Χρειάζεται και τύχη. Στο ποδόσφαιρο μπορεί να αδικηθείς μία, δύο ή και τρεις φορές όμως αλλά την τέταρτη θα σε δικαιώσει. Αυτό προσπαθώ να περάσω στα παιδιά και είμαι διαθέσιμος για οποιονδήποτε αν μπορώ να βοηθήσω».
– Προτού καθιερωθείς ως επαγγελματίας ποδοσφαιριστής κλήθηκες στην U-17 της Αργεντινής με συμπαίκτες τους Γκαλέτι, Μιλίτο και Μάξι Ροντρίγκες. Τι σήμαινε για σένα αυτή η διάκριση;
«Με τους συμπαίκτες μου από εκείνη την ομάδα έχουμε φτιάξει ένα γκρουπ στο Whatsapp και μιλάμε καθημερινά. Ο Μιλίτο για παράδειγμα είναι προπονητής, ο Γκαλέτι είναι μάνατζερ. Στην ίδια ομάδα ήταν και ο Κοστάνσο που πέρασε από τον Ολυμπιακό στον οποίο μάλιστα είχα πετύχει δύο γκολ. Είναι πολλά παιδιά που μιλάμε ακόμα.
Ήταν ένα όνειρο αυτό που ζήσαμε τότε. Ήταν δύσκολο να το καταφέρεις και ήθελε πολύ δουλειά. Στη συνέχεια της καριέρας μου στην Αργεντινή έκανα βέβαια κάποια λάθη, τα οποία συμβουλεύω βέβαια τα νέα παιδιά πως θα τα αποφύγουν. Είναι κάτι που θα το κρατάω για όλη την ζωή μου. Το να παίξω στην Εθνική Αργεντινής ήταν ίσως το σημαντικότερο που κατάφερα».
– Το 2008 βρέθηκε από την πατρίδα σου την Αργεντινή στην Κρήτη. Είχε περάσει από το μυαλό σου πως θα έμενες για έξι σεζόν στον Εργοτέλη;
«Δεν το περίμενα πως θα έμενα για έξι σεζόν στον Εργοτέλη. Στην Αργεντινή ήταν κάτι σύνηθες τότε να αλλάζεις ομάδα σχεδόν κάθε χρόνο. Δεν ήταν όπως στην Ευρώπη που μπορείς να μείνεις 2-3 χρόνια.
Στον Εργοτέλη αρχικά υπέγραψα για δύο χρόνια και σκεφτόμουν πως μόλις εξαντλήσω το συμβόλαιο θα γυρίσω στην Αργεντινή για να κλείσω εκεί την καριέρα μου. Ευτυχώς βρήκα όμως έναν τρομερό άνθρωπο στον Εργοτέλη όπως ήταν ο συγχωρεμένος ο πρόεδρος Παπουτσάκης, μια πόλη που με αγάπησε εμένα και την οικογένεια μου, αλλά και έναν φοβερό προπονητή που παραμένουμε φίλοι, τον Νίκο Καραγεωργίου.
Κατάφερα έτσι να μείνω έξι χρόνια. Μάλιστα αν δεν έφευγε ο πρόεδρος από την ζωή δεν θα αποχωρούσα από την ομάδα. Δεν είχα σκοπό να αλλάξω σύλλογο. Ήταν όλα πολύ καλά για την οικογένεια μου. Έφτασα στο σημείο να είμαι αρχηγός και ήμουν χαρούμενος.
Στη συνέχεια πήγα στον Ηρακλή, όπου και εκεί βρήκα τις καλύτερες δυνατές συνθήκες. Ο κόσμος εκεί ακόμα με σέβεται και με αγαπά».
– Ποιες ήταν οι στιγμές που έμειναν στο μυαλό σου από την καριέρα σου στον Εργοτέλη;
«Θυμάμαι πως την χρονιά που πέσαμε με τον Εργοτέλη έπαθα χιαστούς. Ήταν κρίμα γιατί βρισκόμουν σε εξαιρετική κατάσταση. Είχα φτάσει σε πολύ υψηλό επίπεδο και είχα κάποιες προτάσεις, αλλά δυστυχώς ο τραυματισμός με άφησε πίσω. Η καλύτερη στιγμή μας βέβαια ήταν όταν φτάσαμε στην έκτη θέση και βρεθήκαμε κοντά στην Ευρώπη».
– Είναι αλήθεια πως είχες φτάσει κοντά σε ΠΑΟΚ και Ολυμπιακό;
«Το 2011 προτού πάθω ρήξη χιαστών είχα μιλήσει με τον ΠΑΟΚ και τον Ολυμπιακό. Ήταν μια πολύ δύσκολη απόφαση που έπρεπε να πάρω λόγω της οικογένειας μου, αφού είχαμε εγκλιματιστεί στην Κρήτη και μετά από χρόνια είχαμε βρει τον ρυθμό μας, με τη γλώσσα, τα σχολεία για το παιδί, για την σύζυγο μου. Είχα στο μυαλό μου τις προτάσεις του ΠΑΟΚ και του Ολυμπιακού.
Ήταν κάτι εκπληκτικό για μένα γιατί ήμουν 30 χρονών. Μέχρι να αποφασίσω όμως τραυματίστηκα και τελείωσαν όλα. Έτσι είναι όμως το ποδόσφαιρο. Τότε στενοχωρήθηκα πολύ, όμως επανήλθα και έπρεπε να κοιτάξω μπροστά. Αυτό λέω και στα παιδιά που κάνω ατομικές προπονήσεις, αλλά και στις ακαδημίες του Άρη Βούλας.
Υπάρχουν ατυχίες στο ποδόσφαιρο, θέλει πολύ δουλειά, αλλά ότι και να γίνει δεν πρέπει να τα παρατάς. Αν δουλεύεις και είσαι σωστός θα δικαιωθείς από το ποδόσφαιρο κάποια στιγμή».
– Πολλοί θυμούνται το αστείο περιστατικό σε ένα εκτός έδρας ματς με την Λάρισα όπου ενώ δεχόσουν βροχή από αντικείμενα δεν έχασες την ψυχραιμία σου, αλλά πήρες ένα πλαστικό ποτήρι καφέ και έκανες πως το έπινες…
«Ακόμα το θυμάται ο κόσμος και μου το αναφέρει αυτό. Το έκανα για να δώσω χαρά στους φιλάθλους, αλλά σκοπός ήταν να κερδίσουμε και χρόνο. Ήμασταν μπροστά στο σκορ και το γήπεδο ήταν γεμάτο. Ήταν κάτι που δεν το σκέφτηκα, το έκανα για πλάκα ενώ πετούσαν αντικείμενα.
Το ποδόσφαιρο δεν είναι όσο τραγικό πιστεύουν κάποιοι αλλά δίνει χαρά. Είναι ένα παιχνίδι και έτσι πρέπει να το αντιμετωπίζουμε. Όλοι με γνωρίζουν για τον καφέ».
– Τι σε κράτησε όλα αυτά τα χρόνια στην Ελλάδα;
«Κοντεύω 15 χρόνια στην Ελλάδα. Νομίζω ο σεβασμός που έδειξε ο κόσμος σε εμένα και την οικογένεια μου. Η Ελλάδα είναι μια τρομερή χώρα που περνάμε καλά, αλλά το κατάλαβα ακόμη περισσότερο όταν σταμάτησα από το επαγγελματικό ποδόσφαιρο πως με αντιμετωπίζει ο κόσμος.
Είναι κάτι που έχω πολύ βαθιά στην καρδιά μου. Μια ξένη χώρα μας αγκάλιασε και μας αγάπησε. Είμαστε κοντά οι δύο λαοί σαν φιλοσοφία. Τα παιδιά μεγάλωσαν εδώ, η γυναίκα μου εργάζεται εγώ και η αγάπη του κόσμου μας κράτησε εδώ».
– Ο γιος σου Τιάγκο, ο οποίος ακολουθεί στα βήματα σου, πιστεύεις θα σε ξεπεράσει;
«Ο Τιάγκο έχει ένα φυσικό ταλέντο που δεν είχα εγώ. Προσωπικά ήμουν ένας δουλευταράς που μεγάλωσε στους δρόμους στην Αργεντινή. Ο γιος μου μεγάλωσε στην Ελλάδα, αλλά έχει το αργεντίνικο αίμα και αυτό μου αρέσει, αφού αγαπάει το ποδόσφαιρο.
Θα προσπαθήσει να ζήσει το όνειρο του και νιώθω ηρεμία γι’ αυτό. Χρειάζεται ωστόσο δουλειά, προσπάθεια και τύχη. Έχει όμως όλα τα προσόντα για φτάσει πιο ψηλά από μένα. Έχει τρομερή ποιότητα, μακάρι να το καταφέρει».
– Αγαπημένος σου Αργεντινός ποδοσφαιριστής;
«Αγαπημένος μου παίκτης είναι ο Μέσι, αλλά δεν μπορώ να τον συγκρίνω όμως με τον Μαραντόνα γιατί ο ένας είναι Θεός και ο άλλος ποδοσφαιριστής. Έχω παρακολουθήσει σε μικρή ηλικία τον Μαραντόνα.
Στο Μουντιάλ του 1986 όταν κατακτήσαμε το τρόπαιο πήγαμε αγκαλιασμένοι με τον πατέρα μου να πανηγυρίσουμε. Το 1990 έκλαιγα με τον Μαραντόνα, αλλά και το 1994 που πιάστηκε ντοπέ.
Είναι δύσκολο να περιγράψεις σε κάποιον τι σημαίνει Μαραντόνα. Είναι κάτι άλλο, σαν Θεός. Ο Μέσι είναι παικταράς, δεν υπάρχει το ταλέντο του. Είναι ο καλύτερος στον κόσμο, όμως επαναλαμβάνω πως ο Μαραντόνα είναι κάτι διαφορετικό.
Είναι απίστευτο, κάτι είχε αυτός ο άνθρωπος! Σου μιλάω τώρα και θέλω να βάλω τα κλάματα. Στην Αργεντινή λέμε πως δεν μας νοιάζει τι έκανε στη ζωή του, μας νοιάζει τι έκανε για τις ζωές μας. Μας γέμισε περηφάνια».
– Βρίσκεσαι στον Άρη Βούλας τα τελευταία τρία χρόνια. Είσαι ικανοποιημένος από την συνεργασία σου με τον σύλλογο;
«Στον Άρη Βούλας βρίσκομαι από το 2019. Είμαι πάρα πολύ ευχαριστημένος. Μετά τον Εθνικό είχα έναν τραυματισμό και σταμάτησα το ποδόσφαιρο. Τότε με φώναξε ο πρόεδρος, Στέλιος Τσαλδάρης και μου είπε για την ομάδα. Είχα εκεί ήδη τον γιο μου, τον Τιάγκο και ήξερα κάποια πράγματα.
Έβλεπα πως υπήρχε πλάνο. Δεν ήταν τόσο χαμηλό το επίπεδο, όπως πίστευα. Τους είπα πως για να έρθω πρέπει να έχουμε στόχους. Το κατάλαβαν και εκείνοι αυτό. Δημιούργησαν μια οργανωμένη ομάδα, η οποία με σέβεται πάρα πολύ. Αυτό όπως σου είπα με κράτησε. Όταν με σέβονται και μου δίνουν τα πάντα, προσπαθώ να προσφέρω και εγώ τα πάντα. Έχουμε καταφέρει πολλά πράγματα. Γίναμε φίλοι με τους συμπαίκτες μου και περνάω υπέροχα στον σύλλογο».
– Πως θα είναι η επόμενη μέρα σου στο ποδόσφαιρο; Σε ποιο πόστο θα ήθελες να βρίσκεσαι;
«Νομίζω πως θα βρίσκομαι σε όλη τη ζωή μου σε ένα γήπεδο. Μου αρέσει πολύ να παραμείνω στο ποδόσφαιρο και ειδικά το σκάουτινγκ προκειμένου να παρακολουθώ παίκτες και να μπορώ να προτείνω παίκτες σε ανθρώπους που με εμπιστεύονται.
Μπορώ επίσης να προσφέρω πολλά στις ακαδημίες σε επίπεδο ηλικιών πιο προχωρημένο (Κ-16, K-17, K-18) σε παιδιά δηλαδή που θα βρεθούν ένα βήμα πριν από την πρώτη ομάδα.
Εκεί παίζει μεγάλο ρόλο η ψυχολογία και η φιλοσοφία των ποδοσφαιριστών. Τα λάθη που έκανα εγώ να μην τα επαναλάβουν. Θα προσπαθήσω να είμαι σε αυτό το κομμάτι και να βοηθήσω όσο μπορώ».